- ἐγκατάκλειστος
- ἐγκατάκλειστοςshut up inmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκατάκλειστος — ἐγκατάκλειστος, ον (Α) ο κλεισμένος μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek
ἐγκατάκλειστον — ἐγκατάκλειστος shut up in masc/fem acc sg ἐγκατάκλειστος shut up in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατακλείστου — ἐγκατάκλειστος shut up in masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατακλείστους — ἐγκατάκλειστος shut up in masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατακλείστων — ἐγκατάκλειστος shut up in masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατάκλειστοι — ἐγκατάκλειστος shut up in masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ятник — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ἐγκατάκλειστος) взятый под стражу, узник (Прол. дек. 16, 3) … Словарь церковнославянского языка